- στρώννυμι
- και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Αβλ. στρώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
στρώνω — ΝΜΑ και στρώννυμι και στρωννύω και στορέννυμι και στόρνυμι Α 1. απλώνω κάτι ώστε να καλύψει μια επιφάνεια, καλύπτω μια επιφάνεια απλώνοντας ή διασπείροντας ένα υλικό πάνω σε αυτήν (α. «στρώσε το τραπεζομάντιλο» β. «τό στρωσε» ενν. το χιόνι γ.… … Dictionary of Greek
прострация — (иноск.) расслабление, упадок нравственных сил Ср. Вылечиться надо, иначе наживешь полную нервную прострацию и превратишься в кликушу. У нее уже было два сильных приступа истерики на одной неделе. Боборыкин. Ходок. 3, 9. Ср. Изолированные там и… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Прострация — Прострація (иноск.) разслабленіе, упадокъ нравственныхъ силъ. Ср. Вылечиться надо, иначе наживешь полную нервную прострацію и превратишься въ кликушу. У нея уже было два сильныхъ приступа истерики на одной недѣлѣ. Боборыкинъ. Ходокъ. 3, 9. Ср.… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
постилаю — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} 1) (στρώννυμι) стелю, расстилаю (Мф. 21, 8; Мк. 11, 8; Лк. 19,… … Словарь церковнославянского языка
Lithostrôtos — « Dès qu il entendit ces paroles, Pilate fit sortir Jésus et le fit asseoir sur l estrade, à la place qu on appelle Lithostrôtos ou Xystos autrefois en hébreu Gabbatha. » Jean 19:13 A Jérusalem, dans Jean, 19, 13 le Lithostrôtos … Wikipédia en Français
αποστρώνω — (Μ ἀποστρώνω, Α στρώννυμι) αφαιρώ τη σέλα ή το σαμάρι από το ζώο νεοελλ. 1. σηκώνω τα στρώματα 2. τελειώνω το στρώσιμο 3. τελειώνω το συγύρισμα του σπιτιού αρχ. στρώνω το δάπεδο με πλάκες … Dictionary of Greek
διαστρώνω — (Μ), διαστρώννυμι (Α) [στρώνω, στρώννυμι] μσν. σκεπάζομαι σαν με στρώμα («ἄνθη ναρκίσσων κόκκινα, τὰ δένδρα διαστρωμένα») αρχ. 1. στρώνω κρεβάτι 2. καταγράφω σε κτηματολόγιο … Dictionary of Greek
εύστρωτος — εὔστρωτος και ἐΰστρωτος, ον (Α) ο στρωμένος καλά («ἐΰστρωτον λέχος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρωτός (< στρώννυμι «στρώνω»)] … Dictionary of Greek
κακόστρωτος — κακόστρωτος, ον (Α) αυτός που δεν είναι καλά στρωμένος, γεμάτος πτυχές («σπαρνὰς παρήξεις καὶ κακοστρώτους» Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + στρωτος (< στρωτός < στρώννυμι), πρβλ. ορθό στρωτος, πορφυρό στρωτος] … Dictionary of Greek
κερόστρωτος — κερόστρωτος, ον (Α) ο στρωμένος με κέρατα ή με κεράτινα τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + στρωτός (< στρώννυμι), πρβλ. λιθό στρωτος, φυλλό στρωτος] … Dictionary of Greek